ροή

ροή
Η ποσότητα (όγκος) ρευστού που διαπερνά μια ορισμένη επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου. Η έννοια της ρ. επεκτάθηκε αργότερα σε όλους τους τύπους διανυσματικών πεδίων. Ο υπολογισμός της ρ. ενός ρευστού, που διατρέχει χωρίς τριβές και με σταθερή ταχύτητα έναν οριζόντιο αγωγό, μέσω μιας επίπεδης επιφάνειας κάθετης προς την κίνηση του ρευστού είναι ιδιαίτερα απλός· στην περίπτωση αυτή η ρ. υπολογίζεται ως γινόμενο της ταχύτητας του ρευστού επί το εμβαδόν της επιφάνειας. Εάν η επιφάνεια δεν είναι κάθετη προς την κίνηση του ρευστού, τότε η ρ. υπολογίζεται ως γινόμενο του εμβαδού της επιφάνειας επί την προβολή του διανύσματος της ταχύτητας του ρευστού στην κάθετο προς την επιφάνεια. Η ρ. επομένως είναι μηδενική όταν η επιφάνεια είναι παράλληλη προς την κίνηση, και μέγιστη όταν είναι κάθετη. Όταν η ταχύτητα του ρευστού δεν είναι σταθερή, η ρ. ενός ρευστού μέσω μιας οποιασδήποτε επιφάνειας υπολογίζεται κατά προσέγγιση με την ανάλυση της επιφάνειας σε τμήματα αρκετά μικρά, ώστε καθένα από αυτά να θεωρείται με μεγάλη προσέγγιση ως επίπεδη επιφάνεια και η ταχύτητα του ρευστού σταθερή σε όλα τα σημεία της· το άθροισμα της ρ. μέσω όλων αυτών των επιφανειών δίνει την ολική ροή. Από το γεγονός αυτό προκύπτει ότι για τον υπολογισμό της ρ. μέσω οποιασδήποτε επιφάνειας ενός ρευστού σε οποιαδήποτε κίνηση, πρέπει απαραίτητα να είναι γνωστή η ταχύτητα του ρευστού κατά μέγεθος και διεύθυνση σε όλα τα σημεία του χώρου. Είναι δυνατή η γενίκευση του ορισμού της ροής σε ένα οποιοδήποτε διανυσματικό πεδίο (ακόμα και όταν η έννοια του διανύσματος δεν είναι πλέον συνδεδεμένη με καμιά μεταφορά ύλης, όπως π.χ. στην περίπτωση του ηλεκτρικού και μαγνητικού πεδίου). Πραγματικά όταν είναι γνωστά το μέγεθος και η διεύθυνση του διανύσματος που παριστάνει το εύρος του πεδίου αυτού σε όλα τα σημεία του χώρου, ορίζεται ως ρ. του πεδίου μέσω μιας οποιασδήποτε στοιχειώδους επιφάνειας το γινόμενο της προβολής του διανύσματος προς τον κατακόρυφο της στοιχειώδους επιφάνειας επί το εμβαδόν της. Η έννοια της ρ. προσφέρεται στη φυσική για τις πλέον ποικίλες εφαρμογές, από τον υπολογισμό ενός συστήματος διανομής ύδατος μέχρι τον ακριβή μαθηματικό χαρακτηρισμό βασικών φυσικών ιδιοτήτων των ηλεκτρικών και μαγνητικών πεδίων. Μια από τις μεγαλύτερες διαφορές, π.χ., χαρακτηριστικών των δυο αυτών πεδίων συνίσταται στο γεγονός ότι οι δυναμικές γραμμές του πρώτου αρχίζουν από τα ηλεκτρικά φορτία που γεννούν το πεδίο, ενώ στο δεύτερο οι δυναμικές γραμμές κλείνουν πάντοτε γύρω από τον εαυτό τους. Μαθηματικά η διαφορά αυτή εκφράζεται ως εξής: η ρ. ενός μαγνητικού πεδίου μέσω οποιασδήποτε κλειστής επιφάνειας είναι μηδενική, ενώ η ροή ενός ηλεκτρικού πεδίου είναι διάφορη του μηδενός εφόσον στο εσωτερικό της επιφάνειας υπάρχουν ηλεκτρικά φορτία. Απλούστευση της έννοιας της ροής αποτελεί η ποσότητα νερού που διαπερνά μια εγκάρσια διατομή ενός ποταμού στη μονάδα του χρόνου (το βέλος δείχνει την κίνηση του νερού).
* * *
η / ῥοή, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥοά Α [ῥέω]
1. η κατάσταση και το αποτέλεσμα τού ρέω, ρους, ρεύμα, κίνηση τού νερού, ποταμού, θάλασσας (α. «η ροή τού νερού τής βροχής» β. «ἰδοὺ γὰρ πάρεστιν Ἰορδάνου ταῑς ροαῑς», Μηναί
γ. «παρ' Ἰσμηνοῡ ῥοᾱν», Πίνδ.
δ. «ἐπ' Ὠκεανοῑο ῥοάων», Ομ. Ιλ.)
2. συνεχής κίνηση οποιουδήποτε υγρού (α. «η ροή τού λαδιού» β. «ἀμπέλου ῥοὰς», Ευρ.
γ. «γλυκεῑαι μέλιτος ἔσταζον ῥοαί»)
3. η κίνηση, η ανάπτυξη, η άνετη εξέλιξη τού λόγου (α. «η γοητευτική ροή τής ομιλιας του» β. «τὴν διὰ τοῡ στόματος ῥοἡν», Πλάτ.
γ. «κλυταῑς ἐπέων ῥοαῑσι», Πίνδ.)
4. η εξέλιξη, η τροπή τών πραγμάτων (α. «η ροή τών γεγονότων» β. «ῥοαὶ δ' ἄλλοτ' ἄλλαι εὐθυμιᾱν τε μέτα», Πίνδ.)
νεοελλ.
1. γεωλ. η ποσότητα τού νερού που ρέει στην επιφάνεια τών υδάτινων ρευμάτων
2. φυσ. η κίνηση ενός ρευστού, καθώς αυτό εγκαταλείπει βαθμιαία το δοχείο μέσα στο οποίο ήταν περιορισμένο
3. φυσ. το ολοκλήρωμα τής κάθετης συνιστώσας τής έντασης ενός πεδίου, ηλεκτρικού, μαγνητικού, βαρυτικού, επάνω σε δεδομένη επιφάνεια
4. φρ. α) «στρωτή ροή»
φυσ. τύπος ροής ενός ρευστού κατά την οποία αυτό μετακινείται ομαλά, σε κανονικές διαδρομές, σε αντιδιαστολή με την τυρβώδη ή στροβιλώδη ροή, κατά την οποία το ρευστό παρουσιάζει ακανόνιστες διακυμάνσεις τής παχύτητάς του, καθώς και αναμίξεις, ενώ κατά τη στρωτή ροή ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της, όπως η ταχύτητα, η πίεση κ.ά., παραμένουν σταθερά σε κάθε σημείο τού ρευστού, αλλ. νηματική ροή
β) «τυρβώδης ροή» — τύπος ροής ενός ρευστού κατά την οποία αυτό υφίσταται ακανόνιστες διακυμάνσεις τής ταχύτητάς του καθώς και αναμίξεις, αλλ. στροβιλώδης ροή
γ) «ενεργειακή ροή»
φυσ. η ισχύς που εκπέμπεται, μεταφέρεται ή απορροφάται με τη μορφή ακτινοβολίας και μετρείται σε μονάδες βατ
δ) «φωτεινή ροή»
φυσ. i) μέγεθος παράγωγο τής ενεργειακής ροής υπολογιζόμενο με βάση τη φωτεινή ακτινοβολία, η οποία μετρείται μετά την επίδρασή της σε έναν συγκεκριμένο δέκτη, και εκφραζόμενο σε μονάδες λούμεν
ii) (φωτομ.) το πηλίκον τής φωτεινής ενέργειας Ε η οποία διέρχεται από μια επιφάνεια σε ορισμένο χρόνο ί διά τού χρόνου αυτού: Φ=Ε / t
ε) «ροή σωματιδίων»
φυσ. ο αριθμός τών σωματιδίων που διέρχονται κατά τη μονάδα τού χρόνου από τη μονάδα μιας επιφάνειας τοποθετημένης κάθετα στη διεύθυνση τής δέσμης τής σωματιδιακής ακτινοβολίας
στ) «δίκτυο ροής»
(φωτομ.) το διάγραμμα τής πορείας ροής τού υπόγειου νερού με βάση τη στάθμη τού υδροφόρου ορίζοντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ῥοῇ — ῥοή river fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοή — river fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ροή — η η ρεύση, το τρέξιμο: Η ροή του νερού δεν είναι κανονική σήμερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιπαράλληλη ροή αίματος — Προσαρμοστικός μηχανισμός με τον οποίο μειώνονται οι απώλειες θερμότητας του σώματος των ομοιόθερμων ζώων (θηλαστικών και πτηνών) που ζουν σε πολύ ψυχρό περιβάλλον. Οι αρτηρίες και οι φλέβες που βρίσκονται στην ουρά, στα πόδια και στα πτερύγια… …   Dictionary of Greek

  • ῥοῆι — ῥοῇ , ῥοή river fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… …   Dictionary of Greek

  • ηλιακός άνεμος — Ροή φορτισμένων σωματιδίων, κυρίως πρωτονίων και ηλεκτρονίων, που εκτοξεύονται από τον Ήλιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου, το ηλιακό στέμμα, έχει θερμοκρασία περίπου 1,5⋅ 106°Κ και είναι φυσικό –σε τόσο υψηλές… …   Dictionary of Greek

  • ῥοαῖς — ῥοή river fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοαῖσι — ῥοή river fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοαῖσιν — ῥοή river fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”